αποστροφη

αποστροφη
    ἀποστροφή
    ἀπο-στροφή
    ἥ
    1) поворот, поворачивание
    

(αἱ πυκναὴ ἀποστροφαί, sc. τῶν ἵππων Xen.)

    2) отведение
    

(ῥεύματος ἐπί τι Plut.)

    3) предотвращение, избавление
    

(τύχης Aesch.; κακῶν Soph.)

    4) способ, средство
    

(σωτηρίας Thuc.)

    ὕδατος ἀ. Her. — способ достать воду

    5) прибежище, спасение
    

(οὐκέτ΄ ἔστι ἀ. Soph.; ἑτέραν οὐκ ἔχειν ἀποστροφήν Plut.; βίου Luc.)

    6) отпадение, отделение
    

(τῶν Σπαρτιατῶν ἀποστροφέν ζητεῖν Plut.)

    7) отвлечение
    

(ἀπόψεις καὴ ἀποστροφαί Plut.)

    8) рит. апострофа (личное обращение) Quint.
    9) грам. апострофа (опущение конечной гласной)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποστροφη" в других словарях:

  • ἀποστροφῇ — ἀποστροφή turning back fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστροφή — turning back fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστροφή — η (AM ἀποστροφή [αποστρέφω] σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής ή ο συγγραφέας απευθύνεται σε πρόσωπα νεκρά ή απόντα, σε ζώα, πράγματα ή και αφηρημένες έννοιες μσν. νεοελλ. αποφυγή κάποιου, απέχθεια, αντιπάθεια μσν. 1. κατεύθυνση, πορεία 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποστροφή — η 1. αντιπάθεια, αηδία, σιχαμάρα: Προς τον άνθρωπο αυτό αισθανόταν μεγάλη αποστροφή. 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας «στρέφει» το λόγο, απευθύνεται δηλ. προς ορισμένα πρόσωπα ή πράγματα συνήθως απόντα και σπανιότερα παρόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστροφῆι — ἀποστροφῇ , ἀποστροφή turning back fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστροφαῖς — ἀποστροφή turning back fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστροφαί — ἀποστροφή turning back fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστροφῆς — ἀποστροφή turning back fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστροφήν — ἀποστροφή turning back fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστροφῶν — ἀποστροφή turning back fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»